χαλιναγώγηση
Greek Monolingual
η, Ν
1. η οδήγηση και ο έλεγχος της κίνησης αλόγου με χαλινάρι
2. μτφ. συγκράτηση, αναχαίτιση, ανακοπή («χαλιναγώγηση τών παθών»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλιναγωγώ. Η λ., στον λόγιο τ. χαλιναγώγησις, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].