απολογισμός
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is a performance, you came, you saw, you departed
Democritus, fr. 115 D-KGreek Monolingual
ο (Α ἀπολογισμός)
νεοελλ.
1. απόδοση λεπτομερούς λογαριασμού ορισμένης διαχείρισης
2. ανακεφαλαίωση, συνοπτική παρουσίαση
αρχ.
1. διήγηση, έκθεση
2. απολογία.