ενδιαφέρον
Greek Monolingual
το
1. φροντίδα, διάθεση για κάποιον ή κάτι («έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον»)
2. ερωτική συμπάθεια
3. αυτό που κινεί την προσοχή («το βιβλίο έχει ενδιαφέρον»)
4. συμφέρον («τα ενδιαφέροντα τών Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή»).
το
1. φροντίδα, διάθεση για κάποιον ή κάτι («έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον»)
2. ερωτική συμπάθεια
3. αυτό που κινεί την προσοχή («το βιβλίο έχει ενδιαφέρον»)
4. συμφέρον («τα ενδιαφέροντα τών Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή»).