γαστρί
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is a performance, you came, you saw, you departed
Democritus, fr. 115 D-Kτο (AM γαστρίον) γαστήρ
νεοελλ.
γλαστράκι, συνήθως σταμνί του οποίου έσπασε το επάνω μέρος
μσν.
κάθε μεταλλικό έλασμα πανοπλίας στο μέρος της κοιλιάς
αρχ.
1. είδος αλλαντικού
2. γλύκισμα με σουσάμι.