Search results
There is a page named "παρακαταθήκη" on this wiki. See also the other search results found.
- οποίοι φρουρούνται από φύλακες, Ἀπόλλωνα παρακαταθήκη δεξαμένη, σε Ηρόδ.· λέγεται για παιδιά, σε Δημ. παρακαταθήκη -ης, ἡ [παρακατατίθημι] deposito, onderpand:;11 KB (1,032 words) - 19:20, 30 December 2020
- το 1. αυτό που αποθηκεύεται για μελλοντική χρήση, αποταμίευμα, παρακαταθήκη 2. συσσώρευμα, πέτρωμα σχηματισμένο από υλικά που έφεραν οι βροχές. [ΕΤΥΜΟΛ574 bytes (43 words) - 06:57, 29 September 2017
- at a bank: P. παρακαταθήκη, ἡ. mortgage: P. ὑποθήκη, ἡ. caution-money: Ar. and P. θέσις, ἡ, P. ἀρραβών, ὁ. money paid into court before an action: P. παρακαταβολή1 KB (112 words) - 19:40, 9 December 2020
- και αμανέτι, το 1. ενέχυρο, υποθήκη, παρακαταθήκη 2. πρόσωπο που εμπιστεύεται κανείς στη φροντίδα και επιμέλεια άλλου 3. (και μτφ. στη φράση) «έμεινα αμανάτι»662 bytes (41 words) - 23:25, 29 December 2020
- V. πίστις, ἡ. hope: P. and V. ἐλπίς ἡ. something committed to one: P. παρακαταθήκη, ἡ. till then we will keep (your land) on trust: P. μέχρι τοῦδε ἕξομεν2 KB (172 words) - 15:20, 10 December 2020
- περιουσιακά στοιχεία σε ένα τρίτο πρόσωπο ή οργανισμό για να τά φυλάξει, κάνω παρακαταθήκη. * Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό295 bytes (29 words) - 12:04, 29 September 2017
- 27. S. παρακαταθήκη. καταθήκη: ἡ, παρακαταθήκη, ἐνέχυρον, Νικίας παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 748, Ἰσοκρ. 364Β, Λυσ. 900. 1 (μετὰ διαφ. γραφ. παρακαταθήκη). ης (ἡ) :1 KB (89 words) - 10:55, 30 December 2020
- θητείας τους και μπορούν ν' ανακληθούν σε καιρό επιστράτευσης 2. απόθεμα, παρακαταθήκη αρχ. 1. το να παραμονεύει κάποιος σ' έναν τόπο, η ενέδρα («πιστεύσαντες2 KB (160 words) - 07:15, 29 September 2017
- (τίθημι) τὸ τεθειμένον, τὸ κείμενον: 1) χρήματα κατατεθειμένα ὡς ἐγγύησις, παρακαταθήκη, Πλούτ. 2. 116Α, Β· θησαυρὸς, κατάθεμα, Ἑβδ. (Σιράχ. Λ΄, 19). 2) τὸ προκείμενον10 KB (790 words) - 10:00, 30 December 2020
- me; elz 1633reads here παρακαταθήκη, which see)); G L T Tr WH in Herodotus 9,45; (others)). In the Greek writings παρακαταθήκη (which see) is more common;5 KB (477 words) - 19:10, 30 December 2020
- επιχείρημα 5. καθετί που παραδίδεται σε κάποιον για να το φυλάξει, όπως: α) παρακαταθήκη β) πολιτική προστασία ή επικυριαρχία («Αἰτωλοὶ... δόντες αὑτοὺς είς τὴν9 KB (703 words) - 12:17, 29 September 2017
- χρειαστεί, απόθεμα 3. χρηματικό ποσό που φυλάσσεται στα χέρια τρίτου, παρακαταθήκη 4. ναυτ. ιστιοφόρο πλοίο, συνήθως μπρατσέρα, που χρησιμοποιείται για1 KB (76 words) - 11:59, 29 September 2017
- μεσέγγυον, τὸ (Α) 1. μεσεγγύημα 2. παρακαταθήκη 3. ενέχυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. ενός αμάρτυρου επιθέτου μεσέγγυος κατά τα ουδ. ενέχυρον447 bytes (35 words) - 06:47, 29 September 2017
- Belohnung, erst sehr Sp. στοίχημα: τό, συμφωνία, ὑπόσχεσις, Βυζ.· - παρακαταθήκη, Εὐστ. 1312. 21. το, ΝΜ στοιχῶ συμφωνία μεταξύ δύο προσώπων με διαφορετική2 KB (144 words) - 09:45, 31 December 2020
- τολμηραὶ μεταφοραί, Λογγῖνος 32. ΙΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος, παράβολον, τό, παρακαταθήκη ἢ προκαταβολὴ γινομένη εἰς δικαστικὰς ὑποθέσεις ἐφέσεως, χρησιμεύουσα12 KB (944 words) - 15:42, 1 January 2021
- μεσεγγυητής: -οῦ, ὁ, τὸ τρίτον πρόσωπον παρ’ ᾧ εἶναι κατατεθειμένη παρακαταθήκη τις ὡς ἐγγύησις ἢ ἀσφάλεια, (μεσεγγύημα) Γλωσσ.· - παρ’ Ἡσυχ. μεσέγγυος714 bytes (51 words) - 07:37, 29 September 2017
- ιματιοθήκη, λιβανοθήκη, μαχαιροθήκη, νεκροθήκη, ξιφοθήκη, οπλοθήκη, παρακαταθήκη, πινακοθήκη, ποτηροθήκη, προθήκη, προσθήκη, σκευοθήκη, συνθήκη, υποθήκη13 KB (992 words) - 20:02, 13 January 2021
- at a bank = παρακαταθήκη, ὁ θείς ⇢ Look up "at a bank" on Perseus Dictionaries | Perseus KWIC | Perseus Corpora | Wiktionary | Wikipedia | Google |75 bytes (25 words) - 20:30, 22 May 2020
- sources: ἁ, Dor. for παρακαταθήκη, IG5(2).159.9 (Tegea). * Abbreviations: ALL | General | Authors & Works παρκαθήκα: ἡ, = παρακαταθήκη, Ἐπιγρ. Τεγέας, Monatsb612 bytes (50 words) - 11:50, 8 July 2020
- κομάντα και κομάντα, ἡ (Μ) παρακαταθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. γαλλ. comande]. * Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr238 bytes (19 words) - 07:24, 29 September 2017
- συλλογισμοῦ π. ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1. 8, 4. ΙΙΙ. τὸ παραδιδόμενον πρὸς φύλαξιν, παρακαταθήκη, Λατ. fideicommissum, πίστιν ἐγχειρίζειν τινὶ Ἐπιγρ. Βοιωτ. IVb. 42,41 KB (4,327 words) - 18:45, 30 December 2020
- below for lookup in third sources: ον, A of or with little money, παρακαταθήκη Ph.1.287, al. * Abbreviations: ALL | General | Authors & Works [Seite1 KB (86 words) - 12:25, 1 January 2021
- π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 7· τὰ εἰς ἐγκεντρισμὸν ἐνθέματα Γεωπ. 3. 3, 9. ΙΙ. παρακαταθήκη χρηματικὴ κατατεθειμένη εἰς τράπεζαν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3599. 13. -ματος3 KB (329 words) - 11:24, 1 January 2021
- Niedergelegte, Pfand, Diosc. 28 (VII, 37). παρθεσίη: ἡ, (παρατίθημι) παρακαταθήκη, ἐγγύησις, Ἀνθ. Π. 7. 37. ης (ἡ) : dépôt. Étymologie: παρατίθημι.1 KB (78 words) - 19:33, 30 December 2020
- something committed to one = παρακαταθήκη ⇢ Look up "something committed to one" on Perseus Dictionaries | Perseus KWIC | Perseus Corpora | Wiktionary57 bytes (25 words) - 12:05, 23 May 2020
- II declare, πόθεν… Pi.Pae.6.129; tell plainly, κ. ἐν τῷ κεῖται χώρῳ ἡ παρακαταθήκη Hdt.5.92.ή; κατερῶ πρὸς ὑμᾶς ἐλευθέρως τἀληθῆ Ar.Nu.518, cf. E.Med.1106(anap4 KB (328 words) - 11:20, 30 December 2020
- Κόριννα 20 (κατὰ ποιητ. δοτ. Ταναγρίδεσσι)· οὕτω Ταναγρικὴ Σώφιλος ἐν «Παρακαταθήκη» 1· ― ἡ Ταναγραϊκή, ἡ χώρα τῆς Τανάγρας, Πλουτ. Περικλ. 10. [τᾰ-. Σώφιλος4 KB (327 words) - 21:45, 29 December 2020
- θητείας τους και μπορούν ν' ανακληθούν σε καιρό επιστράτευσης 2. απόθεμα, παρακαταθήκη αρχ. 1. το να παραμονεύει κάποιος σ' έναν τόπο, η ενέδρα («πιστεύσαντες6 KB (540 words) - 10:15, 1 January 2021
- («μετὰ τοῡτο... μονομαχίαν ἐπιδιέθηκε») 2. μέσ. επιδιατίθεμαι καταθέτω παρακαταθήκη, ενέχυρο ως εγγύηση για να κάνω κάτι («ἐπιδιαθέμενος ἀργύριον ἐάν μὴ2 KB (184 words) - 09:15, 1 January 2021
- ἀμμόνιον: τό, παρακαταθήκη [V] Ἐπιγρ. Δελφ. BCH. 1895, 1ff. Α48· 54· -ου, τό recargo por demora, ἀμμόνιον κατθέτω στατῆρα CID 1.9A.48 (Delfos IV a.C277 bytes (27 words) - 11:54, 21 August 2017
- α) καταθέτω, παραδίδω σε κάποιον χρήματα ή πράγματα για φύλαξη, κάνω παρακαταθήκη («παρακαταθέσθαι τὰ δύο τάλαντα», πάπ.) β) (για έντιμο πολίτη) παρέχω4 KB (344 words) - 19:10, 30 December 2020
- deposito = παραθήκη, παρακαταθήκη * Look up in: Google | Wiktionary | WikiWoordenboek | Βικιλεξικό | Wikipedia | Vandale NL>EN | This site | Mijn | Glosbe70 bytes (33 words) - 07:20, 10 January 2019
- onderpand = παραθήκη, παρακαταθήκη * Look up in: Google | Wiktionary | WikiWoordenboek | Βικιλεξικό | Wikipedia | Vandale NL>EN | This site | Mijn |70 bytes (33 words) - 10:25, 10 January 2019
- («μετὰ τοῦτο... μονομαχίαν ἐπιδιέθηκε») 2. μέσ. επιδιατίθεμαι καταθέτω παρακαταθήκη, ενέχυρο ως εγγύηση για να κάνω κάτι («ἐπιδιαθέμενος ἀργύριον ἐάν μὴ923 bytes (57 words) - 12:25, 15 February 2019
- έχει εισπραχθεί και βρίσκεται στο ταμείο αρχ. 1. αποταμίευμα, προμήθεια, παρακαταθήκη 2. οικονομική διαχείριση, ταμίευση («δαπανᾱται... διὰ τῶν τῆς γυναικός2 KB (156 words) - 12:25, 31 December 2020
- вверенное попечению = παρακαταθήκη * Look up in: Google | Wiktionary | Викисловарь | Βικιλεξικό | Википе́дия | This site | Gramota | Dict.com | Krugosvet48 bytes (38 words) - 08:40, 15 October 2019
- Αριστ. — Μέσ., προβάλλω στον εαυτό μου, σε Ισοκρ. III. 1. κατατίθεμαι ως παρακαταθήκη ή εγγύηση, βάζω ενέχυρο, ενεχυριάζω, υποθηκεύω, σε Ηρόδ., Αισχίν. κ.λπ42 KB (3,725 words) - 10:55, 10 January 2021
- Ομ. Ιλ. β. «θῆκεν ἐν ἀκμοθέτῳ ἄκμονα», Ομ. Ιλ.) 3. καταθέτω κάτι ως παρακαταθήκη, παραδίδω σε κάποιον χρήματα ή πράγματα για φύλαξη («τὴν τιμὴν θήσονται211 KB (20,900 words) - 10:40, 10 January 2021
- 367D· παρά τινι Ἐπιστ. Πλάτ. 345C· τἀργύριόν σοι κείσεται, θὰ μείνῃ ὡς παρακαταθήκη, μέλλον νὰ χρησιμεύσῃ πρὸς ἀποζημίωσιν τοῦ κυρίου δούλου τινὸς ὑποστάντος83 KB (8,038 words) - 15:28, 1 January 2021
- сданная на хранение ценность = παρακαταθήκη * Look up in: Google | Wiktionary | Викисловарь | Βικιλεξικό | Википе́дия | This site | Gramota | Dict.com48 bytes (40 words) - 20:30, 14 October 2019