Search results
There is a page named "βιαιομάχος" on this wiki. See also the other search results found.
- • Prosodia: [-ᾰ-] luchador violento, AP 6.129 (Leon.). Source: βιαιομάχος βιαιομάχος, ο (Α) αυτός που μάχεται βίαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίαιος + -μαχος < μάχομαι1 KB (65 words) - 18:55, 9 January 2019
- βιαιομάχος, βιημάχος62 bytes (2 words) - 07:11, 22 August 2017
- βιαιομαχῶ (-έω) (Α) βιαιομάχος μάχομαι εξ επαφής, εκ του συστάδην. Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο155 bytes (19 words) - 06:41, 29 September 2017
- ανδρομάχος, αοιδομάχος, απρόσμαχος, αριστερομάχος, αριστομάχος, αψίμαχος, βιαιομάχος, βουλόμαχος, βρισόμαχος, δορίμαχος, δορύμαχος, δυσμάχος, δυσπρόσμαχος48 KB (4,313 words) - 14:00, 3 October 2019
- die hevig strijdt = βιαιομάχος Look up in: Google | Wiktionary | WikiWoordenboek | Βικιλεξικό | Wikipedia | Vandale NL>EN | This site | Mijn | Glosbe44 bytes (34 words) - 07:20, 10 January 2019