ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
ἀνάστασις, ἀνάστημα, δόμησις, δόμημα, διακράτημα, διοικοδομή, ἐντύπωμα, ἀποκατάστασις, ἁρμολογία