in bad sense
English > Greek (Woodhouse Extra)
in bad sense = θράσος, τόλμα, θρασύτης, θρασύς, τολμηρός, ταλαίφρων, τλήμων, θαρσαλέος, τολμηρῶς, θαρσαλέως, φρόνημα, ὕβρις, ὄγκος, ὑπερηφανία, ὑπεροψία, μεγαλαυχία, χλιδή, φρόνησις
⇢ Look up "in bad sense" on Perseus Dictionaries | Perseus KWIC | Perseus Corpora | Wiktionary | Wikipedia | Google | LSJ full text search