Ν
English (LSJ)
ν, νῦ, τό, indecl., fourteenth (later thirteenth) letter of Greek alphabet; as numeral, νʹ = 50, but ͵ν = 50 000.
Greek Monotonic
Ν: ν, νῦ, τό, άκλιτο, το δέκατο τρίτο γράμμα του ελλ. αλφαβ.· ως αριθμητικό, νʹ = 50, ͵ν = 50.000· Το ν είναι οδοντικό ή ουρανικό υγρό σύμφωνο, το οποίο αντιστοιχεί προς το άφωνο δ. Διαλεκτικές μεταβολές:
I. 1. στη Δωρ., το ν αντικαθιστά το λ, βλ. Λ, λ 2.
2. στην Αττ. και Δωρ. αντί μ, βλ. Μ, μ II. 2·
II. μεταβολές χάριν ευφωνίας:
1. σε γ πριν από τα ουρανικά γ, κ, χ, και πριν από το ξ, όπως ἔγγονος, ἔγκαιρος, ἐγχώριος, ἐγξέω, κ.λπ.
2. σε μ πριν από τα χειλικόφωνα β, π, φ, και πριν από το ψ, όπως σύμβιος, συμπότης, συμφυής, ἔμψυχος· ομοίως, πριν από το μ, όπως ἐμμανής.
3. σε λ πριν από το λ, όπως ἐλλείπω, συλλαμβάνω.
4. σε ρ πριν από το ρ, όπως συρράπτω· αν και σε σύνθ. με την πρόθ. ἐν, το ν μερικές φορές παραμένει πριν από το ρ, όπως ἔνρυθμος.
5. σε σ πριν από το σ, όπως σύσσιτος, πάσσοφος.
III. το ονομαζόμενο «νῦ ἐφελκυστικόν» προστίθεται στη δοτ. πληθ. που λήγει σε -σι, όπως ἀνδράσιν· στο γʹ πληθ. πρόσ. ρημάτων σε -σι, όπως εἰλήφασιν· στο γʹ ενικ. σε -ε, -ι, όπως ἔκτανεν, δείκνυσιν· στην κατάληξη -σι που δηλώνει τόπο, όπως Ἀθήνῃσι, Ὀλυμπίασι· στην Επικ. κατάληξη -φι, όπως ὀστεόφιν· στο αριθμητικό εἴκοσι· στα επιρρ. νόσφι, πέρυσι· στα εγκλιτ. μόρια κέ και νύ· αυτό το ν χρησιμοποιείται κυρίως για να αποφεύγεται η χασμωδία, όπου ακολουθούσε φωνήεν.
Russian (Dvoretsky)
Ν: ν (τὸ νῦ) ню (13-я буква греч. алфавита): νʹ = 50; ͵ν = 50000.
German (Pape)
ν, νῦ: dreizehnter Buchstabe des griechischen Alphabets; als Zahlzeichen νʹ = 50, ͵ν = 50000. – Vor den Gaumbuchstaben geht es in das nasale γ über, ἔγγονος, ἐγκαίριος, ἐγχώριος, ἐγξέω; – vor den Lippenbuchstaben in μ, σύμβιος, συμπότης, συμφυής, σύμψηφος. – Den Liquidis wird es assimiliert, ἐμμανής, συλλαμβάνω, συρράπτω, doch findet sich ἐν auch unverändert vor ρ, z.B. ἔνρυθμος. – Eben so wird es mit σ assimiliert, σύσσιτος, πάσσοφος, doch bleibt es auch unverändert, πάνσοφος, und am häufigsten vor σβ, σκ, σμ, σπ, στ, σφ, σχ, und immer in der Präposition ἐν. – Über das ν ἐφελκυστικόν sind die Grammatiken nachzusehen, eben so wie über die Vertauschung des ν und des α. – Die Äoler verdoppeln gern das ν, indem sie den davorstehenden langen Vokal od. Diphthong verkürzen, κτέννω für κτείνω, γέννατο für ἐγείνατο, vgl. Greg.Cor. Dial. Äol. 11. – Über die Vertauschung mit λ und mit μ s. unter diesen Buchstaben.