Νειλαιεύς
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
-έως, ὁ, = Νειλαῖος (from the Nile), AP 9.353 (Leon. Alex.).
French (Bailly abrégé)
έως;
adj. m.
du Nil, p. ext. d'Égypte.
Étymologie: Νεῖλος.
Russian (Dvoretsky)
Νειλαιεύς: έως adj. m нильский (ἀοιδοπόλος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
Νειλαιεύς: ὁ, = τῷ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 9. 353.
Greek Monolingual
Νειλαιεύς, -έως και δ. γρφ. Νειλῷος, ὁ (Α) Νείλος
1. ο κάτοικος της περιοχής γύρω από τον Νείλο
2. ο προερχόμενος από τον Νείλο.
Greek Monotonic
Νειλαιεύς: ὁ και Νειλαῖος, -α, -ον, αυτός που προέρχεται από τον Νείλο, σε Ανθ.