κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils
-η, -ο (Α ἄκακος, -ον)1. ο δίχως κακία, άδολος, καλοκάγαθος2. απλοϊκός, αφελής, εύπιστος3. αβλαβής.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + κακός.ΠΑΡ. ἀκακία.ΣΥΝΘ. αρχ. ἀκακοποιός.