άνευθε

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

ἄνευθε (AM) άνευ
μσν.
(πρόθ. που συνήθως επιτάσσεται και σύνδ.) εκτός
αρχ.
1. (πρόθ. που προτάσσεται) άνευ, χωρίς
2. (ως επίρρ.) μακριά, απόμακρα.