άνοιξη

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source

Greek Monolingual

η (AM ἄνοιξις) ανοίγω
νεοελλ.1. η εποχή του έτους που ακολουθεί τον χειμώνα και προαναγγέλλει το καλοκαίρι, το έαρ
2. μτφ. η εποχή της νεότητας, της ακμής του ανθρώπου
αρχ.-μσν.
το να ανοίγει κάποιος κάτι, άνοιγμα.