έκτακτος
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔκτακτος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται ή προσλαμβάνεται έξω από την κανονική σειρά, ως βοηθητικός («έκτακτος υπάλληλος, καθηγητής»)
2. ο μη τακτικός, ο μη προβλεπόμενος, απρόβλεπτος, ειδικός, ιδιαίτερος («έκτακτα έξοδα, φόροι»)
3. αυτός που γίνεται ή παρουσιάζεται σε ειδικές περιστάσεις, ασυνήθιστος, σπάνιος («έκτακτο στρατοδικείο», «έκτακτο παράρτημα»)
4. εξαιρετικός, έξοχος, άριστος («έκτακτος άνθρωπος», «κόρη εκτάκτου κάλλους»)
αρχ.
στρατ. ο απεσπασμένος σε ειδική υπηρεσία (επίρρ. εκτάκτως, έκτακτα).