έναρξη
From LSJ
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
Greek Monolingual
η (AM ἔναρξις)
1. αρχή, αρχίνισμα, ξεκίνημα («έναρξη εργασιών, μαθημάτων»)
2. το χρονικό σημείο στο οποίο γίνεται η έναρξη μιας ενέργειας ή καταστάσεως («έναρξη αγώνων», «έναρξη συναυλίας»)
μσν.
ένα από τα σαράντα άφωνα μεγάλα σημάδια της βυζαντινής σημειογραφίας
αρχ.
εισαγωγή, προοίμιο.