ίκταρ

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source

Greek Monolingual

(I)
ἴκταρ (Α)
επίρρ.
1. με ένα χτύπημα, ταυτόχρονα («κεραυνοὶ ἴκταρ ἅμα βροντῇ», Ησίοδ.)
2. τοπ. πολύ κοντά («ἥμενοι Διὸς ἴκταρ», Αισχύλ.)
3. ως ουσ. «τὸ ἴκταρ» — το γυναικείο αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αρχ. ουδέτερο το οποίο έγινε επίρρημα και ετυμολογικά συνδέεται πιθ. με λατ. īcō «κτυπώ»].
(II)
ἴκταρ, ὁ (Α)
είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ.].