Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αβγό1. αβγοκόβω2. (αμετάβατο) (για κότες, ψάρια) είμαι γεμάτος αβγά3. αρχίζω να γίνομαι πλούσιος4. παχαίνω5. (μτχ. παθ. πρκμ.) ο αβγωμένοςπλούσιος, παχύς.