αγιομνήσι
From LSJ
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
Greek Monolingual
το (Μ ἁγιομνήσιον)
νεοελλ.
1. θρησκευτικό πανηγύρι που τελείται συνήθως στα ξωκλήσια
2. το ξωκλήσι, όπου τελείται θρησκευτικό πανηγύρι
μσν.
άγια, ιερή μνήμη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μσν. ἁγιομνήσιον < ἅγιος + μιμνήσκομαι].