αδειάτος

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source

Greek Monolingual

-η, -ο και αδειατός, -ή, -ό
άδειος
1. αυτός που έχει ευχέρεια χρόνου, ο εύκαιρος
2. κενός, άδειος, αδειανός.