βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
-η, -ο και αδειατός, -ή, -όάδειος1. αυτός που έχει ευχέρεια χρόνου, ο εύκαιρος2. κενός, άδειος, αδειανός.