αδελφοποιητός

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source

Greek Monolingual

ο (Μ ἀδελφοποιητός)
ο αδελφοποιτός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδελφοποιῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αδελφοποιητοσύνη, αδελφοποιτός].