Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(Α ἀδυνατῶ, -έω) ἀδύνατος
βρίσκομαι σε αδυναμία να κάνω κάτι, είμαι ανίκανος
νεοελλ.
αδυνατίζω
αρχ.
1. (για πρόσωπα) είμαι αδύναμος, ανίσχυρος, ανίκανος
2. (για πράγματα) είμαι ακατόρθωτος, απραγματοποίητος.