Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
ἀειφόρος, -ον (Α)λ. αμφίβολη στα Αποσπ. του Σοφ. 580κατά τον Ησύχιο, «ἀειθαλής».[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀεὶ + -φόρος < φέρω.