Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
ἀερσίπους, -ουν (Α)αυτός που σηκώνει ψηλά το πόδι, που περπατά ζωηρά, που αναπηδά.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < θ. ἀερσι- (< ἀείρω Ι) + ποῦς].