αιφνιδιασμός
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
Greek Monolingual
ο (Μ αἰφνιδιασμός) αἰφνιδιάζω
αιφνιδιαστική ενέργεια, κεραυνοβόλος δράση και ειδικά στη στρατιωτική γλώσσα, αιφνίδια εισβολή, επίθεση
νεοελλ.
1. απροσδόκητη εμφάνιση
2. έκπληξη, ξάφνιασμα, τρόμος από κάτι απρόοπτο.