ακριβοθωρώ
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
1. βλέπω κάτι με προσοχή, το φροντίζω με ενδιαφέρον και στοργή
2. βλέπω κάποιον σπάνια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακριβο-
+ θωρώ.
ΠΑΡ. ακριβοθώρητος].