αλετρευτής

From LSJ

σέθεν δὲ χωρὶς οὔτις εὐδαίμων ἔφυ → without you, no one has been happy | without you Health, no one has been happy

Source

Greek Monolingual

ο αλετρεύω
αυτός που καλλιεργεί τη γη με αλέτρι, ο γεωργός.