αληθοφανής

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source

Greek Monolingual

-ές
αυτός που φαίνεται αληθής, που φαινομενικά είναι αληθής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αληθής + -φανής < εφάνην, φαίνομαι.
ΠΑΡ. νεοελλ. αληθοφάνεια].