αλλεπάλληλος
From LSJ
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀλλεπάλληλος, -ον)
ο ένας επάνω στον άλλο, ο ένας μετά τον άλλο, αλληλοδιάδοχος, συνεχής, πυκνός, συχνός
αρχ.
1. εναλλασσόμενος, μεταβαλλόμενος, ποικίλος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλλεπάλληλον
3. επίρρ. ἀλλεπαλλήλως
κατά σωρούς, σωρηδόν.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄλλος + ἐπάλληλος.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αλλεπαλληλία].