αμερικανίζω

From LSJ

Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld

Menander, Monostichoi, 143

Greek Monolingual

Αμερικανός
1. φέρομαι ή ενεργώ σαν Αμερικανός
2. μιμούμαι τους Αμερικανούς κατά τη συμπεριφορά ή τις συνήθειες.