αμερικανίζω
From LSJ
Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld
Greek Monolingual
Αμερικανός
1. φέρομαι ή ενεργώ σαν Αμερικανός
2. μιμούμαι τους Αμερικανούς κατά τη συμπεριφορά ή τις συνήθειες.