αμμοδιυλιστήριο
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
Greek Monolingual
το
διυλιστήριο που λειτουργεί με άμμο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμμος + διυλιστήριο].