αμμοκάικο

From LSJ

κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad

Source

Greek Monolingual

το
μικρό ιστιοφόρο, ειδικό για τη μεταφορά άμμου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμμος + καΐκι].