αμμωρολόγιον

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source

Greek Monolingual

το
το αμμωτό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμμος + ωρολόγιον. Η λ. πλάστηκε από τον Δημ. Βικέλα].