αναβιβαστήρας
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
Greek Monolingual
ο
ο αναβατήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναβιβάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 από τον ταγματάρχη Γρηγ. Χαντσερή, ως απόδοση του γαλλ. chevrette πρβλ. κ. αναβίβαστρο].