ανακάτευτος
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
Greek Monolingual
-η, -ο
ο ανακάτωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακατευτός < ανακατεύω. Η σημ. της στερήσεως προήλθε από τον αναβιβασμό του τόνου].