αναλόγιο
From LSJ
εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit
Greek Monolingual
και αναλόγι, το (Α ἀναλόγιον)
1. εκκλησιαστικό λειτουργικό έπιπλο, ξύλινο ή μεταλλικό, που αποτελείται από μία ή δύο και σπανίως τέσσερεις επικλινείς επιφάνειες, επάνω στις οποίες τοποθετούνται ανοιχτά τα ιερά βιβλία για να διαβαστούν ή να φυλαχθούν μετά την ανάγνωση
2. το τρισκέλιον
3. κάθε έπιπλο ή βάση που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση βιβλίων για διάβασμα ή μουσικών κομματιών για εκτέλεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάλογος < ἀναλέγω «διαβάζω ένα σύγγραμμα από την αρχή μέχρι το τέλος» (πρβλ. αναλογείον)].