ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)
(Α ἀναμένω)1. περιμένω, καρτερώ κάτι ή κάποιον2. προσδοκώ, προσμένω, ελπίζωνεοελλ.μένω, υπολείπομαιαρχ.1. αναβάλλω, βραδύνω2. παραμένω3. υπομένω, περνώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + μένω.ΠΑΡ. αναμονή].