ανθόγαλα

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354

Greek Monolingual

και ανθόγαλο, το
1. ουσία λιπαρή και αφρώδης που σχηματίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος προτού βράσει, αφρόγαλα, καϊμάκι
2. λιπαρή κρούστα, πέτσα στην επιφάνεια του γάλακτος μετά τον βρασμό.