αντάλλαγμα

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source

Greek Monolingual

το (AM αντάλλαγμα)
αυτό που δίνει ή παίρνει κάποιος σε ανταλλαγή
νεοελλ.
η υλική ή ηθική ανταμοιβή, το αντίτιμο υπηρεσίας
μσν.
βγαλμένο ρούχο
αρχ.
τα λύτρα.