Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αντιγράφω

From LSJ

ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying

Source

Greek Monolingual

(AM ἀντιγράφω)
νεοελλ.
1. γράφω κείμενο όμοιο με άλλο ή το κείμενο άλλου, ξεσηκώνω
2. κάνω πανομοιότυπο ενός έργου τέχνης
3. μτφ. α) εμφανίζω ως δικά μου κείμενα που γράφει ή έχει γράψει άλλος, είμαι λογοκλόπος
β) μιμούμαι.
αρχ.
1. γράφω εναντίον κάποιου
2. απαντώ εγγράφως
3. περιγράφω
4. μέσ. ἀντιγράφομαι
α) κάνω κι εγώ καταγγελία. β) υποβάλλω ένσταση
γ) διατηρώ αντίγραφο λογαριασμού.