απαντώ
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
Greek Monolingual
(AM ἀπαντῶ -άω) αντάω
1. συναντώ
2. δίνω απάντηση, αποκρίνομαι
αρχ.-μσν.
1. αντιμετωπίζω, αποκρούω (σε μάχη)
2. αντιμετωπίζω, αντικρούω κάποιον (σε δικαστήριο)
αρχ.
1. φθάνω σ' έναν τόπο
2. παρουσιάζομαι ένοπλος, μετέχω σε συγκέντρωση οπλισμένων
3. συναντώ, αντιμετωπίζω κάτι («ἀπαντῶ αἰκίαις καὶ θανάτοις» βάσανα και θανάτους)
4. συμμετέχω, παίρνω μέρος σε κάτι («ἀπαντῶ εἰς τὸν ἀγῶνα»)
5. αναζητώ, ψάχνω να βρω κάτι («ἀπαντῶ πρὸς τὴν τροφήν»)
6. απρόσ. συμβαίνει, καταλήγει να...