αποκλαδεύω

From LSJ

τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound

Source

Greek Monolingual

ἀποκλαδεύω)
τελειώνω το κλάδεμα
αρχ.
κόβω εντελώς τα κλαδιά.