απολαύω
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
Greek Monolingual
(AM ἀπολαύω)
1. πορίζομαι κάποια ωφέλεια, κέρδος
2. βρίσκω απόλαυση, απολαμβάνω, χαίρομαι
νεοελλ.
(με γεν.) είμαι κάτοχος κάποιου πλεονεκτήματος
αρχ.
1. βγαίνω ωφελημένος
2. ειρων. υφίσταμαι, παθαίνω κάτι κακό
3. (το αρσ. της μτχ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἀπολαύοντες
αυτοί που καρπώνονται τον κόπο των άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο - + λαύω. Το β' συνθετικό συνδέεται με το αττ. λεία, δωρ. λᾱ-Fίā και πιθ. με το λαρός «ευχάριστος» από τα οποία συνάγεται θ. law- ή lāw-, που απαντά επίσης στα γοτθ. lăun «μισθός», (αρχ. σλαβ.) lovŭ «λεία», λατ. lūctum «κέρδος» κ.λπ.
ΣΥΝΘ. εναπολαύω, επαπολαύω, παραπολαύω, προαπολαύω, προσαπολεύω, συναπολαύω.