απομαθαίνω

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

Greek Monolingual

(AM ἀπομανθάνω, Μ κ. -μαθαίνω)
λησμονώ κάτι
μσν.- νεοελλ.
κάνω κάποιον να ξεχάσει κάτι
νεοελλ.
μαθαίνω πολύ καλά.