αποσκήπτω

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source

Greek Monolingual

ἀποσκήπτω (Α)
1. εξακοντίζω κάτι από ψηλά
2. φρ. «ἀποσκήπτω τὴν ὀργὴν εἴς τινα» — ξεσπώ σε κάποιον
3. πέφτω ξαφνικά, ενσκήπτω
4. αποβαίνω, καταλήγω.