απρακτώ
Greek Monolingual
(AM ἀπρακτῶ, -έω)
1. μένω αργός, αδρανώ
2. (για νόμο ή ιεροπραξία) δεν έχω ισχύ
αρχ.-μσν.
1. δεν φέρνω αποτέλεσμα
2. είμαι ακατάλληλος, ανεπιτήδειος.
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο