αριστερόστροφος

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

-η, -ο και -ος, -ον αυτός που στρέφεται προς τα αριστερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αριστερός + -στροφος < στρέφω. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Β. Λάκωνα].