αρτίκολλος
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
Greek Monolingual
ἀρτίκολλος, -ον (Α)
1. αυτός που κολλιέται ακριβώς σε κάτι, ο εφαρμοστός
2. μτφ. ταιριαστός.
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
ἀρτίκολλος, -ον (Α)
1. αυτός που κολλιέται ακριβώς σε κάτι, ο εφαρμοστός
2. μτφ. ταιριαστός.