αστραπιαίος

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524

Greek Monolingual

-α, -ο
1. ο γοργός σαν αστραπή
2. ο όμοιος με αστραπή.