αφθονία

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120

Greek Monolingual

η (AM ἀφθονία) άφθονος
πλήθος, περίσσεια, υπερεπάρκεια
αρχ.
1. (κυρίως για προϊόντα) άφθονη παραγωγή, σε αντίθεση με την αφορία
2. το να μην αισθάνεται κανείς φθόνο για κάποιον ή κάτι.