αχόρταγος
Greek Monolingual
και αχόρταστος, -η, -ο (AM ἀχόρταστος, -ον χορτάζω
αυτός που δεν μπορεί να χορτάσει, ο ακόρεστος, ο άπληστος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν χόρτασε, ο πεινασμένος
2. λαίμαργος, αδηφάγος
3. ανικανοποίητος.
και αχόρταστος, -η, -ο (AM ἀχόρταστος, -ον χορτάζω
αυτός που δεν μπορεί να χορτάσει, ο ακόρεστος, ο άπληστος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν χόρτασε, ο πεινασμένος
2. λαίμαργος, αδηφάγος
3. ανικανοποίητος.